- κλεφτός
- η , ό ворованный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κλεφτός — και κλεπτός ή, ό 1. αυτός που προέρχεται από κλοπή, κλοπιμαίος 2. αυτός που γίνεται κρυφά και βιαστικά 3. το θηλ. ως ουσ. η κλεφτή γυναίκα που κλέφτηκε («τη γυναίκα του τήν έχει κλεφτή»). επίρρ... κλεφτά (Μ κλεφτῶς) 1. με τον τρόπο τού κλέφτη,… … Dictionary of Greek
κλεφτός — ή, ό επίρρ. ά κλεμμένος, κλεψιμαίικος: Της αρέσουν τα κλεφτά πράγματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Agathonisi — Gemeinde Agathonisi Δήμος Αγαθονησίου (Αγαθονήσι) … Deutsch Wikipedia
κλέβω — και κλέφτω και κλέπτω (AM κλέπτω, Μ και κλέπτω και κλέβ[γ]ω και κλέφτω) 1. παίρνω κάτι που δεν μού ανήκει, αφαιρώ από κάποιον κάτι κρυφά ή με απάτη, σφετερίζομαι, καταχρώμαι, ιδιοποιούμαι, υπεξαιρώ (α. «τής έκλεψαν τα λεφτά από την τσάντα» β.… … Dictionary of Greek
κλεπτός — ή, ό βλ. κλεφτός … Dictionary of Greek
κλεφτά — επίρρ. βλ. κλεφτός … Dictionary of Greek
κλεφτάτος — η, ο αυτός που γίνεται στα κλεφτά, κρυφός. επίρρ... κλεφτάτα με τον τρόπο τού κλέφτη, κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλέφτης ή < κλεφτός + κατάλ. άτος (πρβλ. αφρ άτος, μουσ άτος)] … Dictionary of Greek
κλεφτοΰπνι — το ύπνος ελαφρός και μικρής διάρκειας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλεφτός + ύπνι (< ύπνος), πρβλ. πρωτο ΰπνι] … Dictionary of Greek
κλεφτοφάης — ο αυτός που ζει από τα κλοπιμαία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλεφτός + φάης (< θ. φά , πρβλ. θα φά ω), πρβλ. χαραμο φάης] … Dictionary of Greek
κλεφτώς — κλεφτῶς (Μ) επίρρ. βλ. κλεφτός … Dictionary of Greek